Νόστος

20:54


Αντί προλόγου: 

    Καταπιάνομαι ακόμα με όνειρα, αν και εξακολουθεί να με βαραίνει η ίδια αόριστη ενοχή που με οδήγησε πριν 2 χρόνια στην εγκατάλειψη της συγγραφής. Μας δένει όμως ακόμα ένας αποχαιρεισμός, η παύλα ανάμεσα στις έννοιες, μας δένουν κόμποι - ελαφρυντικά - ηρεμιστικά θα έρθω. Μας δένουν Δευτέρες δίχως θέα πίσω από παράθυρα. Τα δεν έχω νέα σου. Τα σε νοστάλγησα. Όσα χρησιμεύουν κι όσα ο άνθρωπος συνηθίζει. Μας δένει πάντα αυτό που θα μπορούσε να. Παραμονή Χριστουγέννων απόψε, κλείνουμε 1214 μέρες με την φασιστική επιβολή της απουσίας σου. Μέχρι όλα αυτά τα ανομολόγητα να σπάσουν την σιωπή, θα ξεγελάω την ενοχή μου με μερικά αποσπάματα. Έστω κι αυτό, είναι αντίσταση - αντίσταση στην χυδαία κανονικότητα.

Από τον γυναικείο μονόλογο «...και Ιουλιέτα», του Άκη Δήμου:

    «Δεν κάνει μια περίεργη ζέστη απόψε; Σα να διαλύεται ο αέρας, σα να λιώνει. Κι αυτή η θαμπή μυρωδιά εδώ γύρω… Αν φέρατε λουλούδια, αφήστε τα κάπου δίπλα σας. Και να τα πάρετε μαζί σας φεύγοντας. Θα πρέπει να μη με ξέρετε καθόλου αν ήρθατε ως εδώ μ’ ένα μπουκέτο δροσερά κυκλάμινα. Με απωθεί κάθε αβρή χειρονομία.

    Συνήθισα να πίνω. Πιο λίγο στην αρχή, με τον καιρό όλο και πιο συχνά γεμίζω το ποτήρι μου. Μ’ αρέσει το κρασί˙ το χρώμα, η μυρωδιά του, οι εικόνες πάνω στο γυαλί που σμίγουν με τα μάτια μου – τόσο πολύ σ’ άλλους καιρούς αφοσιωμένα μόνο σε μια εικόνα. Μεθάω όλο και πιο δύσκολα, εύκολα όμως ακόμα ξεγελιέμαι. [...]

    Αναρωτηθήκατε άραγε ποτέ τι ακριβώς ερωτευόμαστε σ’ έναν άλλο άνθρωπο; [...]

    Ο φόβος, Κύριε, είναι ένας δρόμος κλειστός για τον έρωτα. Ένα τραχύ μονοπάτι γεμάτο με φιδοφωλιές και βρώμικα χορτάρια. Στο τέρμα του φαντάζει απρόσιτο το χλοερό αλωνάκι της αγάπης. Μα μόνο έτσι πολεμάς γι’ αυτό που νιώθεις: περπατώντας αυτόν τον δρόμο, ματώνοντας τα πόδια στα χαλίκια του, παραμερίζοντας με τους αγκώνες τα σαρκοβόρα αναρριχητικά που γλείφουν λαίμαργα το δέρμα σου, κοιτώντας πάντοτε μπροστά, κοιτώντας μέσα σου, εκεί όπου παφλάζει η επιθυμία που σε οδηγεί, που ο πόθος ξεδιπλώνει τον βαθύ του ουρανό, εκεί που η καρδιά χτυπάει μόνη της και μια φωτιά ανάβει μεσοπέλαγα.

Ερωτεύομαι θα πει Πηγαίνω. Προχωρώ. Διασχίζω και Διασχίζομαι. Και Ξεμακραίνω. Για ν’ αγγίξω κάποτε τον πάμφωτο προορισμό που αξιώθηκα.

Θα πει Φτάνω. Ξυπόλητη, λουσμένη στον ιδρώτα, κατάκοπη, γδαρμένη, δίχως νύχια, δίχως δόντια, με βλέφαρα καμένα, πρησμένα γόνατα, με χέρια τρυπημένα και τη φωνή τριμμένη πάνω στις συλλαβές του σ’ αγαπώ - έστω κι έτσι, μόνο έτσι, Φτάνω.

Γιατί ο έρωτας, Κύριε, άλλο δεν είναι από μια δυνατότητα.

Ένα Μπορώ.

Να γνωρίζω και να αγνοώ μαζί.

Να εγκληματώ και να ’μαι η μόνη αθώα.

Να παραλύω στην πιθανότητα της αποκάλυψης κι αυτός ο φόβος, ο Φόβος, Κύριε, να με δυναμώνει.

Μόνο οι γενναίοι αγαπούν - να το θυμάστε. Οι άλλοι απλώς ξεγελούν τα όνειρα. Εγώ ήμουνα στους πρώτους.»

You Might Also Like

0 σχόλια

Χαρταετόμετρο

Translate