(«Αυτό δεν συγκρίνεται με την αίσθηση του δέρματος σου» - απόσπασμα σε Braille)
Δεν ξέρω αν είναι μελαγχολικοί οι έρωτες. Χαρμόλυποι θα ‘λεγα. Σαν στίχοι του Γκανά. Ξοδεύουμε λίγο θάνατο μέρα με την μέρα ψάχνωντας ένα σώμα να μας πάρει μέσα του και να μας ξαναγεννήσει, να μας απαλλάξει από την υπαρξιακή ενοχή, από το αναστοχαστικό cogito της καθημερινής φθοράς. Χανόμαστε σε πεζές σκέψεις και μικρότητες ενώ το μεγάλο ερώτημα παραμένει πάντα αναπάντητο: πως έζησες, γιατί έζησες, πως κοιμήθηκες σε λάθος κρεβάτια, πότε πήρες λάθος δρόμο. Γιατί τέτοια περιφρόνηση σε αυτά που ονειρευτήκαμε; Ούτε σπιθαμή για αβρότητες. Θα ήθελα κάπως αλλιώς να αγαπιούνται τα πράγματα. Ευτυχία και δυστυχία σε ένα πρόσωπο, απλή μαζί και ανεξάντλητη. Αντηχήσεις ποίησης σε σεντόνια ντρίλινα. Σιωπή κοινή, να ανήκει στον έναν και να τη μοιράζονται δύο. Ένας να φτιάχνει τις λέξεις και ένας να τους δίνει μορφή και σχήμα βάζοντας τους φωτιά. Με εκείνη την αόριστη εντύπωση ότι από την ικανότητα της να είναι ευτυχισμένη, εξαρτάται η ελπίδα ολοκλήρου του κόσμου.